- ἀκαύστῳ
- ἄκαυστοςunburntmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαυστώ — ἀκαυστῶ ( όω) (Α) κάνω κάτι άκαυστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαυστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκαύστωσις] … Dictionary of Greek
άκαυστος — η, ο και άκαυτος, η, ο (Α ἄκαυστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί 2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά 2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά 3. «άκαυτο μέλι» μέλι … Dictionary of Greek